Παρουσίαση στο Επιστημονικό συνέδριο «Σύγχρονες Τάσεις στην Κοινωνική Προστασία: Προτάσεις και Προοπτικές» με αντικείμενο «Στρατηγικές λειτουργικής επικοινωνίας και συμπόρευσης μελών οικογενειακού συστήματος»
Πριν από χρόνια, μόλις ολοκλήρωσα τις βασικές σπουδές στην Ψυχολογία για ένα πράγμα ήμουν σίγουρη: δεν ήθελα ποτέ να δουλέψω με παιδιά.
Νόμιζα ότι για να δουλεύει κανείς με παιδιά ήταν μία τεράστια ευθύνη γιατί θα έπρεπε να μάθω τα πάντα γι’ αυτά. Και έτσι είναι. Ο κόσμος των ενηλίκων φαινόταν πιο απλός.
Πολύ γρήγορα έφτασε ο καιρός να δουλέψω σαν Ψυχολόγος, στο Αννουσάκειο Θεραπευτήριο και εκεί συνάντησα πολλά παιδιά! Παιδιά 50 ετών και άνω. Ήταν τα παιδιά των ανθρώπων που ζούσαν στο Αννουσάκειο. Στην αρχή, ξεκινούσαν να μιλούν σαν ενήλικες, όμως όταν ανοίγονταν βαθιά άκουγα παιδιά πικραμένα που με δυσκολία επισκέπτονταν τον ανήμπορο πια γονιό τους είτε γιατί δυσκολεύονταν να διαχειριστούν τη σταδιακή του απώλεια είτε γιατί παρέμενε ανοιχτό το εσωτερικό ψυχικό τραύμα που κουβαλούσαν από τη δύσκολη σχέση που είχε πλεχτεί ανάμεσα σε εκείνα και το γονιό τους.
Κάποια από αυτά τα ενήλικα παιδιά με συστολή μου εκμυστηρεύτηκαν ότι η άνοια που εκδηλώθηκε στον γονιό τους, τους επέτρεψε επιτέλους να αποκτήσουν τη σχέση που ήθελαν να έχουν πάντα μαζί του. Αυτό που πίστευαν ότι δεν μπορούσαν να έχουν ποτέ εξαιτίας της δύσκολης ιδιοσυγκρασίας του.
Τότε έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται τι θα συνέβαινε αν είχα συναντήσει τα παιδιά αυτά και τους γονείς τους χρόνια πριν, όταν όλα ακόμα ήταν υπό διαμόρφωση, όταν υπήρχε αρκετός χρόνος για επανόρθωση, για να φροντίσουν το μεταξύ τους.
Στη συνέχεια, απέκτησα τα δικά μου παιδιά και αυτό με κινητοποίησε να επεκταθώ σε άλλα πεδία εκπαιδεύοντας γονείς και θεραπεύοντας παιδιά και οικογένειες.
Οι αρνητικές αναμνήσεις που επανέρχονταν ξανά και ξανά στους ανθρώπους που συνάντησα τότε και συναντώ ακόμα δημιουργώντας άγχος ονομάζονται ψυχικά τραύματα. Τα ψυχικά τραύματα κάνουν την εμφάνισή τους προκαλώντας μία απίστευτη νευρολογική αντίδραση που εξαντλεί τους ανθρώπους που τα βιώνουν και τα επαναβιώνουν κάθε φορά που μία ανάμνηση τους τραβάει συνειδητά ή υποσυνείδητα στο σημείο που τα τραύματα αυτά δημιουργήθηκαν.
Από την άλλη, οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη μίας οικογένειας στηρίζονται πάνω σε πολλά αόρατα και γι’ αυτό δύσκολα σε προσβασιμότητα δίκτυα που καθορίζουν σε συντριπτικό βαθμό την επικοινωνία των μελών. Οι εγκέφαλοι και τα νευρολογικά δίκτυα των ανθρώπων – με κάποιον τρόπο που δεν έχει ακριβώς διαπιστωθεί – βοηθάνε στο άγγιγμα ή στην αποσύνδεση ανάμεσα στις ανθρώπινες ψυχές. Οι περισσότεροι είμαστε βιολογικά προγραμματισμένοι να μπορούμε να συνδεθούμε μέσω της ωκυτοκίνης που εκκρίνεται από το ενδοκρινολογικό μας σύστημα. Η ωκυτοκίνη είναι η «κόλλα» ανάμεσα στους ανθρώπους που αγαπιούνται, μας βοηθάει να νοιαζόμαστε και να φροντίζουμε αλλά και να νιώθουμε ηρεμία και ασφάλεια.
Πολύ συχνά, όμως, η ωκυτοκίνη δεν αρκεί καθώς οι οικογένειες και τα μέλη τους αλλάζουν, αλλάζουν οι ανάγκες και οι προτεραιότητες τους και έτσι δυσκολεύονται, ανεβαίνουν ανηφόρες, παλεύουν με κύματα και καμιά φορά νιώθουν να γκρεμίζονται τα όνειρά τους. Καθώς δεν έχουμε τρόπο να επηρεάσουμε άμεσα το ψυχονευρολογικό μας σύστημα, αυτό μπορούμε να το κάνουμε σταδιακά μέσω της ψυχολογικής θεραπείας.
Είναι πολύ εύκολο μέσα στους γρήγορους ρυθμούς της ζωής να νιώσουμε αποσυνδεδεμένοι από τα παιδιά μας, το σύντροφό μας αλλά και με τον ίδιο μας τον εαυτό. Τα παιδιά συνήθως επιλέγουν να αποσυνδεθούν όταν νιώσουν ότι οι γονείς τους γίνονται παρεμβατικοί και δεν επιτρέπουν αρκετή ελευθερία. Από την άλλη, πολύ συχνά έχουμε γονείς κουρασμένους από το άγχος Τους, τη θλίψη Τους, τις προσδοκίες Τους ή την υπερπροστασία Τους. Αυτό προκαλεί έναν φαύλο κύκλο έντονων συναισθημάτων που το ένα μέλος της οικογένειας μεταφέρει στο άλλο. Όταν συμβαίνει αυτό, η δουλειά του γονέα είναι να αναλάβει την ευθύνη για τα δικά του συναισθήματα και να επιτρέψει στα συναισθήματα του παιδιού του να εκφραστούν χωρίς να έχει την ανάγκη να τα επιδιορθώσει. Μπορούμε, λοιπόν, να δημιουργήσουμε ένα ασφαλές πέρασμα για να κινηθούν τα συναισθήματα μέσα από αυτό.
Φανταστείτε το εκάστοτε συναίσθημα σαν το νερό σ’ ένα ποτάμι που θέλει να φτάσει στη θάλασσα. Δεν μπορούμε να το σταματήσουμε και δεν χρειάζεται να το κάνουμε γιατί τότε δεν του επιτρέπουμε να είναι ο εαυτός του. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να βοηθήσουμε το νερό να βρει ένα ασφαλές πέρασμα χωρίς να κατηγορηθεί για καταστροφές όταν είναι μεγάλος ο όγκος του, χωρίς να χαθεί προτού να φτάσει στον προορισμό του όταν η ροή του είναι μικρή. Χρειάζεται να κρατήσουμε το έδαφος γερό και σταθερό στις όχθες. Όσο απότομο και να είναι, χρειάζεται να ξέρει ότι θα είμαστε εκεί και θα το βοηθήσουμε κρατώντας το δικό μας νερό σε απόσταση και χωρίς να επιμείνουμε να περάσει από το δικό μας ποτάμι. Πολλές φορές θα χρειαστεί να του υπενθυμίσουμε που έχουμε βάλει τις όχθες και ότι δεν μπορεί να τις ξεπερνά. «Είναι εντάξει να είσαι θυμωμένος, δεν είναι εντάξει να μιλάς με άσχημο τρόπο προς εμένα». Εν τέλει, τα έντονα συναισθήματα είναι ο τρόπος του παιδιού να μας δείξει ότι χρειάζεται υποστήριξη.
Έτσι, ο γονιός μπορεί να φαίνεται ότι δεν κάνει τίποτα σημαντικό αλλά στην πραγματικότητα αυτό είναι τα πάντα. Η ασφάλεια που πηγάζει από μέσα του, ότι θα είναι εκεί, σταθερά παρών, φύλακας της όχθης των συναισθημάτων μέχρι εκείνα να περάσουν μέσα από το ποτάμι και να φτάσουν στον προορισμό τους. Και όταν αυτό επαναληφθεί από τον γονιό αρκετά το παιδί θα μπορέσει να το κάνει για τον εαυτό του με ολοένα μεγαλύτερες όχθες.
Είναι η αποδοχή, η ενσυναίσθηση και η ειλικρίνεια που επιτρέπει στους ανθρώπους και τις οικογένειες να φτάνουν εκεί που θέλουν ακόμα και όταν τα όνειρα τους είναι διαφορετικά.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε οικογένεια είναι ξεχωριστή. Ένας ευρύτερος ορισμός από τον Galvin αναφέρει ότι η οικογένεια είναι ένα σύστημα δύο ή περισσότερων αλληλοεξαρτώμενων ανθρώπων που έχουν κοινή ιστορία, μία πραγματικότητα στο εδώ και τώρα και που προσδοκούν να αλληλοεπηρεάζονται στο μέλλον.
Μερικές οικογένειες είναι ζεστές, άλλες πιο ψυχρές, σε μερικές τα μέλη ζουν πολύ κοντά και συμβιωτικά, σε άλλες κρατούν μια απόσταση μεταξύ τους. Μερικές οικογένειες είναι πιο ανοιχτές σε άλλους συγγενείς και φίλους ενώ άλλες όχι. Σε κάποιες άλλες, ένα ή περισσότερα παιδιά γίνονται αποδεκτά και αγαπημένα, σε άλλες ένα ή περισσότερα παιδιά νιώθουν αποξενωμένα ή σε απόρριψη.
Οι οικογένειες αναπτύσσουν σχετικά σταθερούς και προβλέψιμους τρόπους επικοινωνίας ανάμεσα στα μέλη τους. Η Θεωρία Μοτίβων Επικοινωνίας στην Οικογένεια (FCPT, Koerner & Fitzpatrick, 2006) υποστηρίζει ότι κάθε οικογένεια μοιράζεται μία κοινή κοινωνική πραγματικότητα, αναγνωρίζοντας τέσσερα διαφορετικά μοτίβα επικοινωνίας που βασίζονται στην ανάλυση α) του επιπέδου συζήτησης (δηλαδή το πόσο κάθε μέλος θεωρείται ίσο με τα υπόλοιπα μέλη μιας οικογένειας όταν εκφράζονται) και β) την ανάγκη ομοιογένειας (δηλαδή τον βαθμό στον οποίο μία οικογένεια προσπαθεί να επιβάλλει σε κάθε μέλος της συμμόρφωση ως προς τις στάσεις, τις αξίες και τις πεποιθήσεις).
- Οικογένειες με υψηλό βαθμό συζήτησης και ανάγκη για ομοιογένεια.
•Επικοινωνία μέσω πίεσης για συμφωνία και διατήρηση της υπάρχουσας ιεραρχίας μέσα στην οικογένεια και υπό προϋποθέσεις ανοιχτή επικοινωνία για τη διερεύνηση νέων ιδεών.
•Οι γονείς ενδιαφέρονται πολύ για τα παιδιά τους και όσα έχουν εκείνα να πουν αλλά ως γονείς πρέπει να αποφασίζουν εκείνοι.
•Αποφυγή έντασης: τα παιδιά ακούγονται, αφιερώνεται χρόνος και ενέργεια για την επεξήγηση των αποφάσεων, των αξιών και των πεποιθήσεων τους προς τα παιδιά με την ελπίδα να καταλάβουν τη λογική τους πίσω από τις αποφάσεις τους και να υιοθετήσουν το γονεϊκό σύστημα πεποιθήσεων.
•Οι συγκρούσεις προσπαθούν να αποφευχθούν και η μη εκφρασμένη ένταση θεωρείται απειλή για την οικογένεια.
2) Οικογένειες με υψηλό βαθμό συζήτησης και χαμηλή ανάγκη για ομοιογένεια.
•Η επικοινωνία χαρακτηρίζεται από ανοιχτές συζητήσεις όλων των μελών για μεγάλο εύρος θεμάτων.
•Οι γονείς δεν εστιάζουν στο να διατηρούν τον έλεγχο των παιδιών τους και να αποφασίζουν για εκείνα. Ταυτόχρονα πιστεύουν ότι δεν πρέπει απαραίτητα να συμφωνούν με τις αποφάσεις των παιδιών τους. Οι διαφωνίες έχουν να κάνουν με τις ιδέες και όχι με το ποιος τις εκφράζει.
•Δεν γίνεται προσπάθεια αποφυγής της έντασης και καθώς εξασκούνται σε αυτό τα μέλη υιοθετούν όλο και πιο θετικές στρατηγικές επίλυσης συγκρούσεων.
•Για τα παιδιά που μεγαλώνουν σε αυτό το πλαίσιο οι συζητήσεις με την οικογένειά τους είναι πολύ σημαντικές. Μαθαίνουν να είναι ανεξάρτητα και αυτόνομα από νωρίς με αυτοπεποίθηση για τις αποφάσεις που λαμβάνουν.
3) Οικογένειες με χαμηλό βαθμό συζήτησης και υψηλή ανάγκη για ομοιογένεια.
•Η επικοινωνία χαρακτηρίζεται από την τάση να υπακούσουν στη γονεϊκή εξουσία και με ελάχιστη μέριμνα για ανοιχτή επικοινωνία μέσα στην οικογένεια.
•Οι γονείς πιστεύουν ότι μόνο εκείνοι πρέπει να παίρνουν τις αποφάσεις για τα παιδιά τους και την οικογένεια χωρίς να παρέχουν επαρκείς εξηγήσεις.
•Οι συγκρούσεις γίνονται αντιληπτές ως κάτι αρνητικό γιατί υπάρχει τεράστια ανάγκη για συμμόρφωση και συμπεριφορά ανάλογη με τις πεποιθήσεις και τα ενδιαφέροντα της οικογένειας.
•Λόγω της μη εξάσκησης των δεξιοτήτων σύγκρουσης τα μέλη της οικογένειας δεν έχουν τις απαραίτητες δεξιότητες ώστε να εμπλακούν παραγωγικά στην επίλυση πιθανής σύγκρουσης.
•Τα παιδιά δεν επενδύουν στις οικογενειακές συζητήσεις και δεν εμπιστεύονται τις ικανότητες τους στην επίλυση προβλημάτων.
4) Οικογένειες με χαμηλό βαθμό συζήτησης και χαμηλή ανάγκη για ομοιογένεια.
•Η επικοινωνία επιτυγχάνεται ελάχιστα και μόνο σε πολύ σημαντικές για την οικογένεια περιστάσεις, με περιορισμένο εύρος θεμάτων.
•Οι γονείς πιστεύουν ότι τα μέλη της οικογένειας πρέπει να παίρνουν τις δικές τους αποφάσεις και δεν εστιάζουν ιδιαίτερα στις αποφάσεις των παιδιών τους με αποτέλεσμα να μην τις συζητούν.
•Συχνά, τα μέλη της οικογένειας μοιάζει να έχουν πάρει συναισθηματικό διαζύγιο από τις οικογένειές τους.
•Καθώς η οικογένεια δεν γίνεται πιεστικός παράγοντας ως προς τα ενδιαφέροντα τους οι συγκρούσεις είναι σπάνιες.
•Τα μέλη παίρνουν αποφάσεις για τον εαυτό τους, αν και μέσω αμφισβήτησης καθώς λείπει η ανατροφοδότηση και η υποστήριξη για τις αποφάσεις αυτές από τους γονείς τους.
Οι οικογένειες διαφέρουν στις προτιμήσεις τους και στη χρήση στρατηγικών κατά τη συμπόρευση τους με συνέπεια τα παιδιά να κοινωνικοποιούνται διαφορετικά.
Το να μάθουν οι γονείς πως να ενθαρρύνουν τις θετικές συμπεριφορές είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που συναντάω καθημερινά. Συνήθως, οι γονείς κρατούν έναν μεγεθυντικό φακό πάνω από τις αρνητικές συμπεριφορές των παιδιών τους υπεραναλύοντας τις και άθελά τους ενισχύοντας τις. Οι γονείς μπορούν να φροντίσουν τις σχέσεις τους με το να μάθουν ότι δεν πρέπει να παίρνουν προσωπικά αυτό που το παιδί τους δεν μπορεί να διαχειριστεί ακόμα, να αναγνωρίζουν το στάδιο στο οποίο μπορεί να έχει μείνει λίγο παραπάνω και να μην οικειοποιούνται όσα τα παιδιά τους καταφέρνουν. Χρειάζεται να υφαίνουν όμορφες αναμνήσεις και να παραμένουν κοντά δουλεύοντας πάνω σε όσα μπορεί να στέκονται διαφορετικά ανάμεσα σε εκείνους και τα παιδιά τους, όχι με διάθεση να επιδιορθώσουν τα ίδια τα παιδιά τους. Τα παιδιά καλούνται να μάθουν πως μπορεί και να απογοητεύσουν τους γονείς τους, πως και εκείνοι χρειάζονται χρόνο να παρατήσουν την ανάγκη τους να έχουν τον ρόλο του τέλειου γονιού καθώς οι γονείς τους μεγάλωσαν σε έναν άλλο κόσμο, με άλλα ακούσματα, άλλες ταχύτητες.
Και για να επιστρέψω εκεί απ’ όπου ξεκίνησα. Πώς μπορούμε να επουλώσουμε τις σχέσεις μας προτού να μεγαλώσουμε αρκετά;
Αυτό που χρειάζονται οι οικογένειες είναι να εξασκηθούν σε στρατηγικές επανόρθωσης των σχέσεων.
- Με συγχωρείς: απάντησα τόσο απότομα
Όλοι μας αντιδρούμε υπερβολικά όταν κάτι μας έχει κουράσει, πληγώσει, θυμώσει ή όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια κατάσταση που μας τρομάζει ή νιώθουμε κίνδυνο. Άσχετα με το γιατί απαντήσαμε απότομα, η οικογένεια χρειάζεται μία ειλικρινή κατάθεση και ανάληψη της ευθύνης της συμπεριφοράς. Δεν φταίει ο άλλος όταν εμείς δεν έχουμε αντοχές.
- Με συγχωρείς: δεν κατάλαβα τι χρειαζόσουν.
Όταν δεν μπορούμε να είμαστε η ασφαλής βάση για τα παιδιά μας ώστε να νιώθουν αναγνώριση και ότι ακούγονται ,χρειάζεται να πάρουμε την ευθύνη για το ότι δεν είμασταν εκεί για να αποκτήσουμε και πάλι την εμπιστοσύνη τους.
- Με συγχωρείς: προσπάθησα να το φτιάξω για σένα αντί να μείνω μαζί σου στη δυσκολία σου
Είναι επίπονο να βλέπουμε τα παιδιά μας να δυσκολεύονται. Αν δεν μείνουμε κοντά τους θα νιώσουν απομονωμένα και όχι πλαισιωμένα. Μας χρειάζονται παρόντες στη δυσκολία τους και όχι να τα τραβάμε εκεί που εμείς νομίζουμε θα νιώσουν καλύτερα, σε δικές μας λύσεις.
- Η ανησυχία μου μπήκε εμπόδιο στη διαδρομή σου
Η γονεϊκότητα είναι από μόνη της μία σχεδόν μόνιμη κατάσταση ανησυχίας. Πολλές φορές φανταζόμαστε και προσπαθούμε να προλάβουμε οτιδήποτε κακό μπορεί να συμβεί. Μερικές φορές, όμως, αφήνουμε την ανησυχία μας να είναι πολύ ηχηρή και ξεχνάμε ότι τα παιδιά μας χρειάζονται να πιστέψουμε σε εκείνα και να εμπιστευτούμε τη μοναδική διαδικασία ανάπτυξής τους.
- Με συγχωρείς: δεν ήμουν παρών για εσένα
Συμβαίνει σε όλους μας, αποσπόμαστε για μία μέρα, μία εβδομάδα ή σε κάποιες οικογένειες μία ολόκληρη σαιζόν. Όταν όμως συνειδητοποιούμε ότι έχουμε αποσυνδεθεί χρειάζεται τα παιδιά να ξέρουν ότι η έλλειψη της παρουσίας μας δεν ήταν εξαιτίας της έλλειψης επιθυμίας να είμαστε μαζί. Μετά πρέπει να το βελτιώσουμε.
Η Ψυχοθεραπεία στην οικογένεια δυστυχώς έχει διαδοθεί να πιστεύεται ότι γίνεται γιατί οι γονείς δεν αφιερώνουν χρόνο για τα παιδιά τους. Μεγάλη αλήθεια αυτή αν και δεν ξέρουμε ακριβώς πόσο χρόνο χρειαζόμαστε μεταξύ μας. Η Ψυχοθεραπεία και η οικογενειακή θεραπεία είναι μία ψυχοεκπαιδευτική διαδικασία με συγκεκριμένους στόχους ενδυνάμωσης των μελών ακόμα και για τις οικογένειες που έχουν αρκετό ή επαρκή χρόνο μεταξύ τους. Το πρώτο που δυναμώνουμε είναι το πως ακούμε, παράλληλα σχεδόν το πως να μιλάμε για να ακουγόμαστε. Και με αυτό φτάνουμε στο να μην παίρνουμε προσωπικά τις διαφωνίες μας, τις διαφορές μας. Και γιατί να επενδύσουμε σε αυτό; Γιατί δεν μπορούμε να διδάξουμε στα παιδιά μας αυτό που ποτέ δεν μάθαμε για εμάς τους ίδιους.
Η Ψυχολόγος
Ελίνα Πετράκη,
MSc Ψυχολόγος Ανάπτυξης του Παιδιού
Ψυχολόγος Ενηλίκων, MSc Ψυχολόγος Υγείας
Εκπαιδεύτρια Σχολών Γονέων (ΕΑΓ-GTI)
Ψυχοθεραπεία NDI