Η απόφαση να βάλεις τέλος σε μία σχέση μπορεί να είναι τραυματική, χαοτική και γεμάτη συγκρουόμενα συναισθήματα. Κάθε διαζύγιο έχει επιπτώσεις τόσο στις γυναίκες, όσο και στους άνδρες αλλά και τα παιδιά. Χωρίς να υπάρχει κανόνας, αυτός που το παίρνει απόφαση μπορεί να έχει γεμίσει με φόβο, απόρριψη, απογοήτευση ή και ενοχή και ο/η σύντροφος στον οποίο ανακοινώνεται η απόφαση μπορεί να νιώσει σοκ, θυμό, ανασφάλεια, προδοσία, απώλεια ελέγχου, θύμα, μείωση αυτοπεποίθησης, κ.ά.
Στην κοινωνία μας υπάρχει έντονα η προσδοκία ότι η ζωή μετά το διαζύγιο είναι λιγότερο ευτυχισμένη απ’ ότι στον έγγαμο βίο. Οι έρευνες δείχνουν ότι μετά το διαζύγιο καταγράφεται αύξηση στην κατάθλιψη που προέρχεται από την απώλεια του συντρόφου και την εγκατάλειψη των ονείρων που μπορεί να είχε κάποιος για τη ζωή του.
Σε πολλές χώρες πλέον άνω του 50% των γάμων καταλήγει σε διαζύγιο όπως και μεγάλο ποσοστό των δεύτερων γάμων. Στην πλειοψηφία τους πρόκειται για ανθρώπους που διανύουν τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία της ζωής τους. Οι πρώην σύζυγοι νιώθουν ματαιωμένοι καθώς ένας γάμος ξεκινά έχοντας φανταστεί τη ζωή πολύ διαφορετική απ’ ότι το ενδεχόμενο ενός μελλοντικού χωρισμού.
Στις περισσότερες περιπτώσεις οι γυναίκες είναι αυτές που θα ξεκινήσουν τη διαδικασία δρομολόγησης ενός διαζυγίου και επιπλέον η συντριπτική πλειοψηφία αναλαμβάνει την επιμέλεια των παιδιών. Επίσης, οι γυναίκες και τα παιδιά πλήττονται περισσότερο οικονομικά και βιώνουν μεγάλες δυσκολίες καθώς σε πολλές περιπτώσεις λαμβάνουν περιστασιακά ή καμία υποστήριξη για το μεγάλωμα των παιδιών τους. Οι γυναίκες μετά το διαζύγιο βιώνουν λιγότερο άγχος και προσαρμόζονται καλύτερα στη νέα τους ζωή σε σχέση με τους άντρες. Αυτό οφείλεται επειδή οι γυναίκες ανακουφίζονται όταν παίρνουν τέλος τα προβλήματα που είχαν στον γάμο τους και επιπλέον είναι αυτές που θα αναζητήσουν υποστήριξη από τα κοινωνικά συστήματα και από τους γύρω τους. Επίσης, οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να βιώσουν αύξηση της αυτοπεποίθησής τους επειδή προσθέτουν νέους ρόλους στη ζωή τους, βρίσκοντας δουλειά ή αλλάζοντας τόπο διαμονής. Ωστόσο, βιώνουν σε μεγαλύτερο βαθμό το στίγμα του διαζυγίου σε σχέση με τους άντρες που προσελκύουν περισσότερη υποστήριξη και συμπαράσταση από το οικείο τους περιβάλλον. Συχνά, αναφέρουν αδιαφορία ή και απόρριψη από άλλοτε κοινούς φίλους και συγγενικό πλαίσιο.
Οι άντρες αρχικά είναι πιο αρνητικοί σε σχέση με το διαζύγιο απ’ ότι οι γυναίκες και δαπανούν περισσότερο χρόνο και ενέργεια προσπαθώντας να αποτρέψουν τις διαδικασίες. Αντιμετωπίζουν περισσότερα συναισθηματικά προβλήματα και προβλήματα προσαρμογής καθώς χάνουν ένα σημείο αναφοράς που είναι η σύζυγος και τα παιδιά τους και βιώνουν ευρύτερα μία απώλεια κοινωνικών διασυνδέσεων, εισοδήματος και του γονεϊκού τους ρόλου. Οι άντρες ξαναπαντρεύονται πιο σύντομα απ’ ότι οι γυναίκες. Στις περιπτώσεις που η κηδεμονία είναι κοινή, περνούν περισσότερο χρόνο με τα παιδιά τους και τα υποστηρίζουν περισσότερο σε σχέση με τις ανάγκες τους.
Οι αντιδράσεις των παιδιών στο διαζύγιο των γονιών τους ποικίλουν με βάση την ποιότητα της σχέσης που είχαν με κάθε γονιό πριν αυτοί χωρίσουν, την ένταση και τη διάρκεια των συζυγικών διαπληκτισμών και την ικανότητα των γονέων να σκύβουν πάνω από τις ανάγκες των παιδιών τους ακόμα και μετά το διαζύγιο.
Οι αρνητικές επιπτώσεις προς τα παιδιά περιλαμβάνουν την αύξηση συναισθηματικών δυσκολιών όπως η κατάθλιψη, η απελπισία, ενοχή ή αυτοκατηγορία, προβλήματα στο σχολικό πλαίσιο και παραβατική συμπεριφορά. Ωστόσο, πολλά από αυτά τα προβλήματα δεν ξεκινούν με το διαζύγιο των γονιών τους αλλά από την περίοδο των διαπληκτισμών ανάμεσα στους γονείς τους. Αυτό που είναι πολύ σημαντικό λοιπόν είναι ότι οι διαπληκτισμοί των γονέων είτε καταλήξουν είτε όχι στο διαζύγιο αποτελούν έναν ισχυρό προγνωστικό παράγοντα μετέπειτα δυσκολιών στα παιδιά.
Τα αγόρια εξωτερικεύουν περισσότερο τον θυμό, την αναστάτωση και τον πόνο τους και μπορεί να εμπλακούν σε περισσότερους καυγάδες ή μπελάδες με τους συνομηλίκους ή τους γονείς τους. Τα κορίτσια τείνουν να εσωτερικεύουν το άγχος τους, να εκδηλώνουν κατάθλιψη, να υποφέρουν από πονοκεφάλους ή στομαχόπονους και να έχουν σημαντικές μεταβολές στη διατροφή και τον ύπνο τους.
Τα παιδιά συνήθως αντιδρούν προς τον χωρισμό των γονιών τους με άρνηση της απόφασης των γονιών, ανησυχία σε σχέση με το ποιος γονιός θα τα φροντίζει, προσπαθούν να μάθουν λεπτομέρειες για τους λόγους που έφεραν τον χωρισμό, εκφράζουν τον θυμό τους και ίσως γίνονται επιθετικά προς τα αδέρφια, τους γονείς ή άλλους συνομήλικους. Συχνά, ο δάσκαλος του παιδιού μπορεί να διακρίνει ότι κάτι συμβαίνει στο παιδί.
Τα παιδιά που θα προσαρμοστούν καλύτερα και θα έχουν θετικές επιδόσεις στη ζωή τους έχουν γονείς που επικοινωνούν αποτελεσματικά και ασχολούνται από κοινού για ότι αφορά τα παιδιά τους ακόμα και μετά τον χωρισμό τους. Επιπλέον, δύναται τα παιδιά αυτά να έχουν καλύτερες και πιο ισορροπημένες σχέσεις στο μέλλον αφού τα παιδιά μαθαίνουν πώς να σχετίζονται στις ρομαντικές τους σχέσεις από τον τρόπο με τον οποίο σχετίζονται οι γονείς τους.
Ένας σημαντικός παράγοντας που συμβάλει στην ποιότητα και την ποσότητα της εμπλοκής του πατέρα στη ζωή των παιδιών του είναι η στάση της μητέρας απέναντι στη σχέση των παιδιών με τον πατέρα τους. Όταν ο πατέρας φεύγει και αποσύρεται από τον γονεϊκό του ρόλο αποδίδει τη στάση του πιο συχνά στους καυγάδες με τη μητέρα των παιδιών του. Σαφώς υπάρχουν ποικίλοι λόγοι πέρα από τη στάση της μητέρας για την παθητική στάση του πατέρα όπως η επιρροή ενός τρίτου προσώπου, οι συναισθηματικές του δυσκολίες, η αύξηση των ωρών εργασίας του, κλπ.
Ωστόσο, ο κυριότερος τομέας που πλήττεται με τον ερχομό ενός διαζυγίου είναι ο οικονομικός καθώς τα προηγούμενα έσοδα καλούνται να υποστηρίξουν διπλάσια έξοδα που αφορούν την κάλυψη δύο διαφορετικών νοικοκυριών. Η οικονομική κατάσταση των γονέων επηρεάζει άμεσα τη διατροφή των παιδιών, τη συμμετοχή τους σε εξωσχολικές δραστηριότητες, τον ρουχισμό τους και τις προσδοκίες τους σε σχέση με τις σπουδές τους.
Το διαζύγιο έχει επίσης μερικές θετικές επιδράσεις στα παιδιά. Πολύ συχνά, ο γονιός που έχει την κηδεμονία είναι πολύ κοντά στις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού του σε σχέση με τους γονείς που δεν έχουν χωρίσει και προσπαθεί να περνά ποιοτικό χρόνο μαζί του. Επιπλέον, το παιδί δεν εισπράττει τις κόντρες των δύο γονιών όταν η σχέση τους δεν είναι ικανοποιητική. Από την άλλη πλευρά, όταν ο ένας ή και οι δύο γονείς υπολειτουργούν στον ρόλο τους το παιδί μπορεί να αναλαμβάνει περισσότερες ευθύνες για την ηλικία του και έτσι να χάνει την παιδικότητά του ή να εισπράττει τον πόνο του ενός γονέα που κατηγορεί τον άλλο.
Ένα διαζύγιο δεν συμβαίνει μέσα σε μια στιγμή. Συνήθως είναι μια συναισθηματική διαδικασία που έχει ξεκινήσει καιρό πριν όμως βρίσκει το κάθε μέλος της σχέσης σε διαφορετικά στάδια αποδοχής του γεγονότος. Η αποδοχή, η εστίαση στο μέλλον και η ανάληψη ευθύνης για τις πράξεις του κάθε συζύγου βοηθάει στο να οδηγηθούν σε μία νέα σχέση αποτελεσματικής επικοινωνίας ειδικά στις περιπτώσεις όπου έχουν αποκτήσει παιδιά. Κάποιες φορές το διαζύγιο τους κάνει να νιώσουν λιγότερο μόνοι και με λιγότερα συναισθηματικά φορτία. Το διαζύγιο δεν χρειάζεται να είναι μία τραγωδία όμως το να μένει κάποιος σε έναν γάμο όπου έχει εξαντλήσει κάθε περιθώριο να βιώσει χαρά διδάσκει στα παιδιά τον λάθος τρόπο να αγαπάς.