Μία κοινή ανησυχία γεμάτη παρερμηνείες στις ομαδικές συζητήσεις γονέων σχετικά με την πειθαρχία αφορά σαφώς τα όρια στη σχέση μας με τα παιδιά. Οι γονείς, οι παιδαγωγοί και οι δάσκαλοι νιώθουν πόσο σημαντικό είναι η χαρτογράφηση των σχέσεων μας μέσα σε ένα πλαίσιο στο οποίο ενθαρρύνεται η έκφραση των επιθυμιών (εφικτών ή όχι) και η επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη της ομάδας, της οικογένειας, της τάξης ή της κοινότητας.
Ωστόσο, συχνά προσκρούουμε σε ένα βασικό εμπόδιο που μας κάνει να αναρωτηθούμε πόσο είναι αναγκαίο τα παιδιά μας να μεγαλώνουν μέσα σε συγκεκριμένα όρια. Το βασικό εμπόδιο είναι το ότι δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο καθορίζουμε τα όρια ξανά και ξανά και τι μπορεί να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα τους στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας.
Όλες οι οικογένειες, οι τάξεις, οι ομάδες ακόμα και οι πιο απλές ή σύνθετες σχέσεις διέπονται από συγκεκριμένους κανόνες και ξεκάθαρες πρακτικές προκειμένου να χαρακτηρίζονται από αποτελεσματική επικοινωνία. Η αλήθεια είναι ότι είναι πολύ σημαντικό τα παιδιά να νιώθουν ότι η συμπεριφορά τους έχει όρια ή μάλλον όχθες και προστατευτικά κιγκλιδώματα με μία μεταφορική έννοια, τόσο για τα ίδια αλλά και για τους άλλους. Όμως αυτή η πεποίθηση μπορεί να εμπεριέχει έναν κίνδυνο, μπορεί δηλαδή να αλλοιώσει τα κίνητρα του ενήλικα που νιώθει ότι πρέπει να μάθει στο παιδί να πειθαρχεί.
Η ειδοποιός διαφορά που θα καθορίσει το πώς τα παιδιά θα αντιδράσουν στα όρια είναι αν τα όρια θα μπουν από έναν ενήλικα ή αν τα όρια θα έχουν συζητηθεί και αποφασιστεί αφού έχει ζητηθεί από το παιδί να εκφράσει τα συναισθήματα και τη στάση του γύρω από αυτά. Η συμμετοχή των παιδιών στα όρια θα τα ωφελήσει πολλαπλώς καθώς θα εξασκηθούν σε μία αμοιβαία διαδικασία επίλυσης προβλημάτων που εμπεριέχει συμφωνίες, συμβόλαια, κανόνες και όρια που πραγματικά έχουν ισχύ. Με τον τρόπο αυτό τα παιδιά έχουν ισχυρό κίνητρο να τηρήσουν τις συμφωνίες που κάνουν με τους γύρω τους καθώς ουσιαστικά ο ενήλικας τους δίνει την εξαιρετική, για την ωρίμανση τους ευκαιρία, να βάλουν από μόνα τους όρια στη δική τους συμπεριφορά. Όταν δίνουμε αυτή την ευκαιρία στα παιδιά τότε αυτά μαθαίνουν και εξασκούνται στο να συμμετέχουν μαζί με τους ενήλικες (γονείς, δάσκαλοι, κλπ.) στην καθιέρωση κανόνων και ορίων που θα χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά τους. Επιπλέον, ο ενήλικας έχει την ευκαιρία να μαθαίνει ακόμα περισσότερο πώς το παιδί του σκέφτεται και νιώθει και η σχέση τους δυναμώνει και οπλίζεται με εμπιστοσύνη, αμοιβαία κατανόηση και στοχοθέτηση.
Τόσο στα σχολεία όσο και στις οικογένειες η αποτελεσματικότητα δεν κρίνεται από την επιβολή των ενηλίκων ως αφεντικά ή διευθυντές αλλά από το πόσο τα ίδια τα παιδιά γνωρίζουν το πώς να οριοθετούν τις μεταξύ τους συμπεριφορές. Σε αντίθεση με ποικίλες απόψεις, συμβουλευτικές και βιβλία που υποστηρίζουν ότι αν οι ενήλικες δεν πειθαρχήσουν τα παιδιά θα επέλθει αναρχία, χάος και σύγχυση πλέον γνωρίζουμε ότι όταν τα παιδιά έχουν την ευκαιρία να συμμετέχουν στην θέσπιση των κανόνων αυξάνουμε την αυτοπεποίθησή τους, μειώνεται η αντίσταση και η άρνηση των κανόνων, διευκολύνεται η επίλυση καθημερινών συγκρούσεων και οι κανόνες ολοένα εμπλουτίζονται και προστατεύονται από τα ίδια τα παιδιά. Με άλλα λόγια, πλέον μετακινούμαστε από την διαρκή αναζήτηση απάντησης στο αν χρειάζεται να υπάρχουν όρια και κανόνες στις οικογένειες και το σχολείο εστιάζοντας στην ουσία: στο ποιος θέτει τους κανόνες που πλαισιώνουν τη ζωή των παιδιών μας.
Πετράκη Ελίνα, MSc
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια για παιδιά, ενήλικες και οικογένειες
Κίσαμος, elinapetra@yahoo.gr